- μιαρόν
- μιαρόςstainedmasc acc sgμιαρόςstainedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κονιορτός — ο (ΑM κονιορτός) σκόνη, σύννεφο σκόνης, κουρνιαχτός («ὥσπερ ὑπὸ πνεύματος πολλοῡ κονιορτὸν ἢ συρφετὸν ἐλαυνομένους», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (μετεωρ. γεωλ.) το σύνολο τών τεμαχιδίων τής σκόνης που αιωρούνται στα κατώτερα κυρίως στρώματα τής γήινης… … Dictionary of Greek
μιαρός — ή, ό (ΑΜ μιαρός, και μιερός ά, ον) 1. βαμμένος, κηλιδωμένος ή μολυσμένος με αίμα 2. (γενικά) βρόμικος, λερωμένος, ακάθαρτος, ρυπαρός 3. (με ηθική σημ.) αισχρός, αχρείος 4. βέβηλος, ανίερος, ανόσιος («και οι μιαροί κατασκορπιούνται πάντα… … Dictionary of Greek
υπέραισχρος — ον, ΜΑ [αἰσχρός] πάρα πολύ αισχρός, ανήθικος («ὑπέραισχρον καὶ μιαρόν», Φώτ.) αρχ. πάρα πολύ άσχημος («ἄνδρα ὑπέρδασύν τε καὶ ὑπέραισχρον», Ξεν.) … Dictionary of Greek
ДРЕВНЯЯ ГРЕЦИЯ — территория на юге Балканского п ова (см. также статьи Античность, Греция). История Д. Г. охватывает период с нач. II тыс. до Р. Х. по нач. I тыс. по Р. Х. География и этнография Фестский диск. XVII в. до Р. Х. (Археологический музей в Ираклио,… … Православная энциклопедия